περίφραχτος
Смотреть что такое "περίφραχτος" в других словарях:
περίφραχτος — η, ο ο φραγμένος γύρω γύρω: Το οικόπεδο είναι περίφραχτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίφρακτος — η, ο / περίφρακτος, ον, ΝΜΑ, και περίφραχτος Ν [περιφράσσω] περιφραγμένος, κλεισμένος γύρω γύρω με φράχτη νεοελλ. φρ. «περίφρακτες πεδιάδες» χαρακτηριστικές περιοχές στην επιφάνεια τής Σελήνης που μοιάζουν με κρατήρες με επίπεδους πυθμένες … Dictionary of Greek
περίκλειστος — η, ο ο περιτριγυρισμένος, ο φραγμένος ολόγυρα, ο περίφραχτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίφρακτος — η, ο βλ. περίφραχτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)